Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, «Τά πάντα ρεΐ, μηδέποτε κατά τ’ αύτό μένειν». Αυτή η διαχρονική ρήση διέπει και τις Κεντρικές Τράπεζες, ο ρόλος των οποίων εξελίσσεται διαρκώς προκειμένου να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της οικονομίας.
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η νομισματική πολιτική θεωρείτο ένα εργαλείο με περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ακόμη και από τις ίδιες τις Κεντρικές Τράπεζες. Ωστόσο, η εμπειρία της δεκαετίας του 1970 απέδειξε ότι η αδράνεια απέναντι στις πληθωριστικές πιέσεις οδηγεί σε βαθιές οικονομικές και κοινωνικές ανισορροπίες. Οι Κεντρικές Τράπεζες διδάχθηκαν ότι η αποφασιστική και έγκαιρη δράση για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών είναι καθοριστική για την αποτροπή του κινδύνου στασιμοπληθωρισμού -δηλαδή του συνδυασμού υψηλού πληθωρισμού και υψηλής ανεργίας- και, τελικά, για την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Αυτή η ιστορική εμπειρία αλλά και η οικονομική θεωρία οδήγησαν στη θεμελίωση ενός νέου δόγματος: της ανεξαρτησίας των Κεντρικών Τραπεζών και της σαφούς εντολής για σταθερότητα τιμών. Ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων υπήρξε καθοριστικός για τη διασφάλιση αξιοπιστίας και τη σταθεροποίηση των προσδοκιών του πληθωρισμού σε επίπεδα συνεπή με τον στόχο της νομισματικής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μοντέλου, συνδυάζοντας θεσμική ανεξαρτησία με νομική δέσμευση στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.
Η πρόσφατη περίοδος υψηλού πληθωρισμού μετά την πανδημία έθεσε σε δοκιμασία την εκπλήρωση της εντολής αυτής. Ωστόσο, παρά τις έντονες διαταράξεις στις αγορές και τις αλυσίδες εφοδιασμού, οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες πληθωρισμού στην Ευρωζώνη παρέμειναν σταθερές, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να δράσει σθεναρά για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο χωρίς να προκαλέσει ύφεση.
Στο διάστημα αυτό, η νομισματική πολιτική λειτούργησε ανεξάρτητα από τη δημοσιονομική πολιτική, αποφεύγοντας φαινόμενα δημοσιονομικής κυριαρχίας. Η ΕΚΤ επιδίωξε με αποφασιστικότητα τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία της νομισματικής πολιτικής στις αποφάσεις της. Ως απτή απόδειξη της ανεξαρτησίας και της αξιοπιστίας της πολιτικής της, η ΕΚΤ πέτυχε «ομαλή προσγείωση», αποκλιμακώνοντας σταδιακά τον πληθωρισμό χωρίς υφεσιακές επιπτώσεις.
Η αξιολόγηση της στρατηγικής νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το 2025 επιβεβαίωσε τη σημασία δύο βασικών πυλώνων: του συμμετρικού στόχου πληθωρισμού στο 2% και του μεσοπρόθεσμου προσανατολισμού της πολιτικής. Παράλληλα, εισήγαγε νέες διαστάσεις, όπως την ενσωμάτωση της αβεβαιότητας και των κινδύνων στη λήψη αποφάσεων, καθώς και την ενίσχυση της διαφάνειας και της επικοινωνίας με τις αγορές και το κοινό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω αναλύσεων σεναρίων και ευαισθησίας που συμβάλλουν στη χαρτογράφηση πιθανών εξελίξεων και στη διερεύνηση της ενδεδειγμένης απόκρισης από πλευράς νομισματικής πολιτικής.

Το σύμβολο του ευρώ μπροστά από τον ουρανοξύστη που στεγάζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο οποίος βρίσκεται σε συνοικία της Φρανκφούρτης στη Γερμανία
Η νέα στρατηγική αναγνωρίζει ότι η λήψη αποφάσεων βασίζεται στις προοπτικές για τον πληθωρισμό και τους κινδύνους που τις περιβάλλουν, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ένταση της νομισματικής μετάδοσης. Η ΕΚΤ αντιδρά με αποφασιστικότητα ή επιμονή σε σημαντικές αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Η ισορροπία ανάμεσα στην αποφασιστικότητα και την επιμονή -όπως αποδείχθηκε κατά τον κύκλο αυξήσεων επιτοκίων 2022-2024- αποτελεί κρίσιμο στοιχείο μιας αποτελεσματικής και αξιόπιστης πολιτικής.
Τέλος, η αξιολόγηση του 2025 επαναβεβαιώνει ότι τα βασικά επιτόκια αποτελούν το κύριο εργαλείο άσκησης νομισματικής πολιτικής, αλλά και τον ρόλο των πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, των αγορών στοιχείων ενεργητικού, των αρνητικών επιτοκίων και της καθοδήγησης προσδοκιών ως αναπόσπαστα μέρη της εργαλειοθήκης. Η επιλογή, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή των εργαλείων μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία, ώστε να περιορίζονται πιθανές παρενέργειες. Επιπλέον, νέα εργαλεία θα εξετάζονται για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων.
Στη σημερινή εποχή, αντιμετωπίζουμε ένα περιβάλλον κατακερματισμένων αγορών, γεωπολιτικών εντάσεων, κλιματικών κινδύνων και ταχείας ψηφιοποίησης. Οι Κεντρικές Τράπεζες δεν είναι οι κύριοι δρώντες για την επίλυση των προβλημάτων αυτών, αλλά έχουν έναν κρίσιμο ρόλο: να διασφαλίζουν τη σταθερότητα των τιμών και να λειτουργούν ως άγκυρα εμπιστοσύνης σε περιόδους αβεβαιότητας.
Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η δημιουργία της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων θα ενίσχυαν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής. Θα επέτρεπαν καλύτερη διοχέτευση των ευρωπαϊκών αποταμιεύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις, ενισχύοντας την ανάπτυξη, την καινοτομία και την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Μια πιο ολοκληρωμένη Ευρώπη θα προσέφερε επίσης στο ευρώ ισχυρότερο διεθνή ρόλο, καθιστώντας το σημείο αναφοράς σταθερότητας σε μια παγκόσμια οικονομία αυξανόμενης αβεβαιότητας. Η κοινή δημοσιονομική ικανότητα και ένα ευρωπαϊκό ασφαλές περιουσιακό στοιχείο θα αποτελούσαν σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Παράλληλα, η εισαγωγή του ψηφιακού ευρώ μπορεί να αποτελέσει καταλύτη καινοτομίας στις συναλλαγές, να ενισχύσει τη νομισματική κυριαρχία, την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και να θωρακίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κοινό νόμισμα. Συνεπώς, ένα πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο θεσμικής αρχιτεκτονικής της Ευρώπης θα ενίσχυε ουσιαστικά την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής και θα ενδυνάμωνε την ικανότητα της Ευρωζώνης να πλοηγηθεί με επιτυχία σε νέες προκλήσεις.
Σε έναν κόσμο συνεχών μεταβολών, οι εντολές των Κεντρικών Τραπεζών δεν μπορούν να παραμένουν αμετάβλητες. Όμως, το θεμέλιο παραμένει σταθερό: μια αξιόπιστη, διαφανής και διαχρονική δέσμευση της ανεξάρτητης Κεντρικής Τράπεζας στη σταθερότητα των τιμών. Αυτή είναι η καλύτερη συμβολή μας στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, στην ενίσχυση της απασχόλησης και στην ευημερία των πολιτών μας.
*Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος