Η ακρίβεια έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια στον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή των ανησυχιών της κοινωνίας. Σύμφωνα με πρόσφατη πανελλαδική έρευνα της qed (Ιούλιος 2025), το ζήτημα της ακρίβειας θεωρείται από τους Έλληνες το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα σήμερα, σε ποσοστά πολύ υψηλότερα αυτών που συγκεντρώνουν ζητήματα όπως η διαφθορά, η μετανάστευση και η δημόσια υγεία.
Μάλιστα, η διαπίστωση αυτή είναι καθολικά αποδεκτή από υποσύνολα του πληθυσμού με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αν διερευνήσουμε τα δεδομένα διαγενεακά, η ακρίβεια εντοπίζεται στην κορυφή της λίστας σημαντικότητας όλων των γενεών. Οι Baby Boomers και η Γενιά Χ, δηλαδή οι μεγαλύτερες γενιές που αντιλαμβάνονται την ένταση του ζητήματος της ακρίβειας σε σύγκριση με το παρελθόν, αναδεικνύουν το ζήτημα με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση (30% και 31% αντίστοιχα), ενώ οι Millennials τοποθετούνται στο 29% και οι Gen Z στο 24%.
Επιπλέον, συγκρίνοντας τις ιεραρχήσεις σημαντικότητας για υποσύνολα με διαφορετική πολιτική αυτοτοποθέτηση, συμπεραίνεται ότι η ακρίβεια υπερβαίνει παραδοσιακές ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, καθώς το ζήτημα ιεραρχείται πρώτο τόσο από τους κεντρώους (με 36%) όσο και από τους αριστερούς (31%) και τους δεξιούς (27%). Το υψηλότερο ποσοστό στον κεντρώο χώρο μαρτυρά την α-πολιτικότητα του ζητήματος, με την έννοια της αδυναμίας χρωματισμού του. Με δεδομένη την κομβικότητα της κεντρώας δεξαμενής για την εκλογική διαμόρφωση των συσχετισμών, η σημασία της ακρίβειας ως ζητήματος καθίσταται προφανής.
H ακρίβεια δεν είναι μια αφηρημένη έννοια για τους πολίτες. Όπως δείχνουν τα στοιχεία ερευνών της qed (Ιούνιος 2025), 41% των καταναλωτών στρέφεται σε φθηνότερα προϊόντα ή προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ενώ 33% αναζητά περισσότερες προσφορές και το 21% αγοράζει λιγότερα προϊόντα για να εξοικονομήσει χρήματα. Οι προσαρμογές αυτές αποτυπώνουν το βάθος της πίεσης. Οι καταναλωτές αναγκάζονται να αλλάξουν διατροφικές συνήθειες, να θυσιάσουν ποιότητα ή ποσότητα, και να κάνουν πιο «αμυντικές» επιλογές.
Με την επιβάρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών να είναι επιβεβαιωμένη, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η ακρίβεια αποτελεί ένα συγκυριακό φαινόμενο ή αν εξελίσσεται σε μόνιμη πηγή ανασφάλειας για τους Έλληνες. Τα στοιχεία υποδηλώνουν το δεύτερο. Η αίσθηση των πολιτών είναι ότι οι αυξήσεις στο κόστος ζωής δεν είναι προσωρινές αλλά συνδέονται με βαθύτερες ανισορροπίες: από την εξάρτηση της χώρας σε εισαγόμενη ενέργεια και πρώτες ύλες, έως την αδυναμία συγκράτησης τιμών σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ακρίβεια δεν βιώνεται μόνο ως οικονομικό φαινόμενο αλλά ως συμβολική απειλή για τη σταθερότητα του ελληνικού νοικοκυριού. Ο πολίτης αισθάνεται πως δεν μπορεί να προγραμματίσει, να αποταμιεύσει ή να επενδύσει στο άμεσο μέλλον του.

«Η κοινωνική ανησυχία γύρω από την ακρίβεια μετατρέπεται σε σημαντικό παράγοντα πολιτικής συμπεριφοράς. Όταν οι πολίτες θεωρούν ότι η καθημερινότητά τους επιδεινώνεται, είναι επόμενο να αναζητούν πολιτικές δυνάμεις που θα προσφέρουν εγγυήσεις βελτίωσης», λέει ο Γιώργος Αρχαγγελάκης.
Προφανώς, η κοινωνική ανησυχία γύρω από την ακρίβεια μετατρέπεται σε σημαντικό παράγοντα πολιτικής συμπεριφοράς. Όταν οι πολίτες θεωρούν ότι η καθημερινότητά τους επιδεινώνεται, είναι επόμενο να αναζητούν πολιτικές δυνάμεις που θα προσφέρουν εγγυήσεις βελτίωσης. Αυτό συμβαίνει και με τους Έλληνες, όπως αποδεικνύει παλαιότερη έρευνα (Νοέμβριος 2022) για την πρόθεση ψήφου και το ζήτημα αυτό έχει μετατραπεί σε κεντρικό κριτήριο πολιτικής επιλογής.
Πιο συγκεκριμένα, όταν ρωτήθηκαν τι θα καθόριζε την ψήφο τους, 59% των πολιτών απάντησε ότι θα στήριζε το κόμμα που μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα την ακρίβεια. Αυτό σημαίνει ότι η «τσέπη» έχει μεγαλύτερη βαρύτητα ακόμη και από άλλα επίκαιρα προβλήματα. Για τους περισσότερους Έλληνες, η καθημερινότητα και η οικονομική ασφάλεια υπερτερούν στη διαμόρφωση πολιτικής στάσης.
Στην Ελλάδα, η σταθερή παρουσία της ακρίβειας στην κορυφή των ανησυχιών σηματοδοτεί ότι η πολιτική νομιμοποίηση των επόμενων κυβερνήσεων θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα. Αν οι πολίτες δεν πειστούν ότι υπάρχει στρατηγικό σχέδιο για τη μείωση της ακρίβειας, η δυσαρέσκεια μπορεί να μετατραπεί σε κινητήριο μοχλό αλλαγής πολιτικών ισορροπιών. Το φαινόμενο άλλωστε έχει παρατηρηθεί και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου η ανάδειξη του ζητήματος της ακρίβειας συνδέεται με ενίσχυση λαϊκιστικών ρευμάτων ή με αναδιάταξη των παραδοσιακών πολιτικών συμμαχιών.
Η αντιμετώπιση της ακρίβειας απαιτεί ένα πολυεπίπεδο μείγμα πολιτικών. Στις βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις περιλαμβάνονται μέτρα στήριξης εισοδημάτων, στοχευμένες επιδοτήσεις και έλεγχος της αγοράς για αποφυγή αισχροκέρδειας. Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, κρίσιμη είναι η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και η μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές. Μακροπρόθεσμα, η ακρίβεια μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με πολιτικές που συνδυάζουν οικονομική σταθερότητα, καινοτομία και κοινωνική δικαιοσύνη.
Ακριβώς επειδή η πολιτική αντιμετώπισης της ακρίβειας είναι πολυεπίπεδη, η επιτυχής εφαρμογή της είναι δυσχερής και φυσικά χρονοβόρα. Όσο λοιπόν μεγαλύτερης διάρκειας είναι το βίωμα της ακρίβειας, τόσο περισσότερο εμπεδώνεται το αίσθημα των πολιτών για την αδυναμία των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν τις πολιτικές στο μεσο- και στο μακρο-πρόθεσμο επίπεδο. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν πρόσκαιρα μια κυβέρνηση, όπως συμβαίνει με τη σημερινή κυβέρνηση, προχωρήσει σε παρεμβάσεις, όπως τα μέτρα στήριξης και οι επιδοτήσεις, η μονιμότητα της ακρίβειας σβήνει την επίδραση αυτών των μέτρων τάχιστα και αφήνει την κυβέρνηση εκτεθειμένη.
Η ακρίβεια είναι σήμερα ο κοινός παρονομαστής της ελληνικής κοινωνίας, διαπερνά ηλικιακές και ιδεολογικές γραμμές και απειλεί να εδραιώσει μια κουλτούρα μόνιμης ανασφάλειας. Αν δεν αντιμετωπιστεί με στρατηγικό και πολυδιάστατο τρόπο, κινδυνεύει να μετατραπεί όχι απλώς σε βραχυπρόθεσμο οικονομικό πονοκέφαλο, αλλά σε καθοριστικό παράγοντα της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας της χώρας.
*Ο κ. Γιώργος Αρχαγγελάκης είναι Brand curator της qed social and market research