Η μάχη για τη δημοκρατία διεξάγεται με τσιπ και A.I.

Ο έλεγχος επί των ψηφιακών υποδομών που κινούν τις οικονομίες και τα κράτη θα καθορίσει το μέλλον της δημοκρατίας.

Η μάχη για τη δημοκρατία διεξάγεται με τσιπ και A.I.
  • Francesca Bria

Εισερχόμαστε σε αυτό που πολλοί διπλωμάτες αποκαλούν πλέον ανοιχτά «νέο Ψυχρό Πόλεμο» -μόνο που σε αυτόν τον πόλεμο το καθοριστικό μέτωπο είναι το τεχνολογικό. Η αναμέτρηση δεν περιορίζεται πια σε στρατιωτικά οπλοστάσια ή σε περιοχές επιρροής· διεξάγεται γύρω από τις υποδομές που στηρίζουν τις οικονομίες, τα κράτη και την καθημερινή ζωή. Ο έλεγχος των εφοδιαστικών αλυσίδων ημιαγωγών, των πλατφορμών cloud, των μοντέλων Τεχνητής Νοημοσύνης, του ψηφιακού χρήματος και των κρίσιμων πρώτων υλών έχει γίνει το νόμισμα της γεωπολιτικής ισχύος. Στον 21ο αιώνα, η ψηφιακή κυριαρχία είναι η πραγματική προϋπόθεση της δημοκρατίας.

Μια συμμαχία τεχνολογικών ολιγαρχών και λαϊκιστών ηγετών αναδύεται για να ελέγξει την ψηφιακή οικονομία και να αποδυναμώσει εκ των έσω τους δημοκρατικούς θεσμούς. Υπό το πρόσχημα της «ελευθερίας του λόγου» και της «ανεμπόδιστης καινοτομίας», αυτό το τεχνο-αυταρχικό μπλοκ παρουσιάζει τα κοινοβούλια ως ξεπερασμένα, τις ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές ως λογοκριτές και τους δημόσιους θεσμούς ως εμπόδια στην πρόοδο.

Πλατφόρμες όπως το X του Elon Musk, που κάποτε λειτουργούσε ως χαοτική δημόσια πλατεία, έχουν μετατραπεί σε μεγάφωνα ακροδεξιού λαϊκισμού και παραπληροφόρησης. Η Meta του Mark Zuckerberg έχει μειώσει δραστικά τη δυνατότητα εποπτείας του περιεχομένου και ασκεί πιέσεις στην Ουάσιγκτον ώστε να αποδυναμώσει τον Ευρωπαϊκό Νόμο για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), ο οποίος έχει στόχο να περιορίσει παράνομες ή επιβλαβείς δραστηριότητες στις διαδικτυακές πλατφόρμες και να αποτρέψει τη διάδοση της παραπληροφόρησης.

Η διοίκηση Trump έχει αγκαλιάσει αυτές τις πρωτοβουλίες. Απείλησε με κυρώσεις -ακόμη και με απαγορεύσεις βίζας- κατά των ρυθμιστικών αρχών της Ε.Ε. που εφαρμόζουν την ψηφιακή νομοθεσία, επέβαλε δασμούς σε χώρες που φορολογούν τις ψηφιακές υπηρεσίες και προώθησε νέες εμπορικές συμφωνίες που βαθαίνουν την εξάρτηση της Ευρώπης από τις αμερικανικές υποδομές, ενώ παράλληλα εξάγει τις ιδεολογικές διαμάχες της Ουάσιγκτον στις παγκόσμιες συμφωνίες. Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, με την υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης, παρουσιάζουν αυτές τις κινήσεις ως «κινήσεις υπέρ της ελευθερίας του λόγου» και «κατά της λογοκρισίας». Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελούν στρατηγική αποδυνάμωσης των δημοκρατικών κανόνων της Ευρώπης, δένουν τα χέρια μας και μας αφήνουν εξαρτημένους και ευάλωτους.

Αυτές οι εξελίξεις θέτουν την Ευρώπη προ ενός επικίνδυνου διλήμματος. Οι ευρωπαϊκές χώρες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικούς παρόχους για τις τεχνολογίες που υποστηρίζουν τις οικονομίες και τις δημόσιες υπηρεσίες τους. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν «State of the Digital Decade», πάνω από το 80% των υποδομών cloud της Ε.Ε. παρέχεται από μη Ευρωπαίους παρόχους. Πάνω από το 90% των προηγμένων μικροεπεξεργαστών κατασκευάζεται στην Ασία, κυρίως στην Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα.

Η Κίνα ελέγχει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού κρίσιμων πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένου ποσοστού άνω του 80% της επεξεργασίας και διαχωρισμού των σπάνιων γαιών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν τη μερίδα του λέοντος στις υποδομές εκπαίδευσης μοντέλων Τεχνητής Νοημοσύνης, ενώ βάσει του Νόμου για τη Διευκρίνιση της Νόμιμης Χρήσης Δεδομένων στο Εξωτερικό (Clarifying Lawful Overseas Use of Data Act), ή αλλιώς Cloud Act, το αμερικανικό δίκαιο διεκδικεί δικαιοδοσία επί ευρωπαϊκών δεδομένων που φιλοξενούνται σε clouds αμερικανικών εταιρειών.

Αυτή η εξάρτηση δεν είναι απλώς εμπορική· είναι μια στρατηγική ευαλωτότητα. Ένα μόνο προεδρικό διάταγμα -από την Ουάσιγκτον, όχι από τις Βρυξέλλες- θα μπορούσε να στερήσει στους Ευρωπαίους την πρόσβαση σε τεχνολογίες που κινούν τις οικονομίες, τις δημόσιες υπηρεσίες και τα συστήματα ασφαλείας τους.

Τους τελευταίους μήνες, από τότε που οι διευθύνοντες σύμβουλοι των αμερικανικών Big Tech στάθηκαν πλάι στον πρόεδρο Donald Trump κατά την ορκωμοσία του, η κυβέρνησή του έχει χρησιμοποιήσει τη ρητορική της «ελευθερίας του λόγου» για να επιτεθεί στους κανόνες της Ε.Ε. Τον Αύγουστο, ο υπουργός Εξωτερικών Marco Rubio διέταξε εκστρατεία εντατικής άσκησης πιέσεων κατά των ευρωπαϊκών κανόνων για την τεχνολογία -συμπεριλαμβανομένης της νομοθετικής πράξης για την Τεχνητή Νοημοσύνη (A.I. Act)-, προειδοποιώντας ότι θα μπορούσαν να βλάψουν τα αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα.

Αυτά τα πολιτικά μηνύματα επηρεάζουν άμεσα τις εξαρτήσεις της Ευρώπης. Το εθνικό τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της Ιταλίας πωλήθηκε στο αμερικανικό επενδυτικό fund KKR, το εθνικό cloud της χώρας ανατέθηκε σε κοινοπραξία των Google και Amazon, ενώ για την ασφάλεια των κρατικών επικοινωνιών γίνεται πλέον διαπραγμάτευση με τη Starlink, αντί να επιταχυνθεί το ευρωπαϊκό κρυπτογραφημένο δορυφορικό σύστημα IRIS.

Στη Γαλλία, το Health Data Hub παραμένει στο Microsoft Azure, παρά την παραδοχή της εταιρείας ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί πώς η προστασία των ευρωπαϊκών δεδομένων θα είναι ασφαλής έναντι των αμερικανικών αρχών, ακόμη και αν αυτά αποθηκεύονται σε κέντρα δεδομένων εντός Ε.Ε. Στη Γερμανία, οι συμβάσεις ανάλυσης δεδομένων του δημόσιου τομέα έχουν δοθεί στην Palantir, την αμερικανική εταιρεία συστημάτων παρακολούθησης, η οποία συνδέεται με τον επιχειρηματία Peter Thiel και τον Trump, και η οποία έχει ωφεληθεί από κυβερνητικές στρατιωτικές συμφωνίες, από προγράμματα απελάσεων και από ενοποίηση δεδομένων μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών στο αμερικανικό δημόσιο.

Το εσωτερικό ενός Nvidia DGX που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη συστημάτων Τεχνητής Νοημοσύνης. Μεγάλες συμφωνίες πώλησης τσιπ στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και στη Σαουδική Αραβία έχουν διχάσει την αμερικανική κυβέρνηση σχετικά με το αν πρέπει να εξάγεται σε άλλες χώρες τεχνολογία αιχμής της Τεχνητής Νοημοσύνης

Η ανάγκη για ισχυρές δυνατότητες Τεχνητής Νοημοσύνης έχει πυροδοτήσει έναν αγώνα εξοπλισμών, σε επίπεδο υποδομών, ο οποίος καταναλώνει πόρους, περιορίζει την πρόσβαση στις σπάνιες γαίες και ανασχηματίζει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, ώστε να εξυπηρετούν γεωπολιτικές προτεραιότητες. Οι έλεγχοι εξαγωγών σε τσιπ και επεξεργαστές γραφικών (GPU), οι περιορισμοί στη διάδοση μοντέλων Α.Ι. και η κούρσα για την κατασκευή υπερμεγέθων data centers έχουν μετατραπεί σε όπλα κρατικής διπλωματίας.

Δύο μοντέλα αποκρυσταλλώνονται. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια σύζευξη επιχειρηματικών κεφαλαίων και εθνικής ασφάλειας -αυτό που αποκαλώ «αυταρχικό οικοδόμημα»- συνδέει στενά τα τσιπ, το cloud, την Α.Ι. και τις εφαρμογές με τη στρατιωτική στρατηγική, και ιδιώτες δισεκατομμυριούχοι διαμορφώνουν το δόγμα του πεδίου της μάχης, ελέγχουν τις ροές δεδομένων και θέτουν de facto πρότυπα για τον κόσμο. Στην Κίνα, ένα κρατικά καθοδηγούμενο τεχνο-βιομηχανικό μοντέλο ενοποιεί ψηφιακές πλατφόρμες, συστήματα παρακολούθησης και πληρωμές, σε μια ενιαία αρχιτεκτονική ισχύος.

Τα δύο μοντέλα είναι διαφορετικά στον σχεδιασμό, αλλά μοιράζονται μια κοινή αρχή: κυριαρχία χωρίς δημοκρατία. Και τα δύο εξάγονται μέσω συμβολαίων, προτύπων και συμφωνιών ανταλλαγής υποδομών με πόρους, παγιδεύοντας τους εταίρους σε καθεστώς εξάρτησης.

Η πρόκληση για την Ευρώπη δεν είναι να μιμηθεί κάποιο από τα δύο άκρα, αλλά να οικοδομήσει μια δημοκρατική εναλλακτική λύση: έναν τρίτο δρόμο, που να συνδυάζει την ασφάλεια με την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα με το κοινό όφελος. Το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι αναγκαίο, ενώ οι ευρωπαϊκοί νόμοι Digital Services Act, A.I. Act, όπως και οι κανονισμοί για τα Μέσα, αποτελούν θεμέλιο ενός συστήματος διακυβέρνησης βασισμένου στα δικαιώματα. Όμως οι νόμοι χωρίς υποδομές είναι χάρτινες ασπίδες. Δεν μπορείς να κυβερνήσεις ό,τι δεν σου ανήκει· ούτε να υπερασπιστείς ό,τι πλέον δεν ελέγχεις. Η ψηφιακή κυριαρχία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επένδυση στη μελλοντική δημοκρατική ισχύ, την ευημερία και την ελευθερία και όχι ως ένα αμυντικό αντανακλαστικό.

Η πρόταση EuroStack είναι ένας τρόπος να γίνει πράξη αυτή η εναλλακτική. Μέσω της πρότασης απευθύνεται κάλεσμα για δημιουργία κυρίαρχης ευρωπαϊκής δυνατότητας παραγωγής τσιπ, cloud και δημόσιας πληροφορικής, για δημιουργία ομοσπονδιακών ευρωπαϊκών κοινοτήτων δεδομένων, για ανάπτυξη εργοστασίων Α.Ι. ανοιχτού τύπου που θα εξυπηρετούν ανάγκες σε κρίσιμους τομείς όπως τα ενεργειακά δίκτυα ή η υγειονομική περίθαλψη, και για ανάπτυξη του ψηφιακού ευρώ και της ευρωπαϊκής ψηφιακής ταυτότητας επί υποδομών που ελέγχουμε εμείς.

Η Ευρώπη πρέπει επίσης να ανακτήσει τη δημόσια ψηφιακή σφαίρα από τις μονοπωλιακές πλατφόρμες, στηρίζοντας ομοσπονδιακά, δημοκρατικά ελεγχόμενα δίκτυα που επιβραβεύουν τον πλουραλισμό και το δημόσιο συμφέρον, αντί για την πρόκληση οργής και πόλωσης.

Ο πολυπολικός δρόμος που αναζητούμε θα πρέπει να σφυρηλατηθεί με συνεργασίες πέραν του διατλαντικού πλαισίου. Βραζιλία, Ινδία, Κένυα, Ινδονησία και άλλες χώρες αναπτύσσουν δημόσιες ψηφιακές υποδομές που διευρύνουν τη συμπερίληψη χωρίς να εκχωρούν κυριαρχία. Η Ευρώπη οφείλει να στοχεύει στη σύμπραξη με αυτές τις χώρες για την από κοινού ανάπτυξη ψηφιακής υποδομής που θα αποτελεί δημόσιο αγαθό, το οποίο θα διαμοιράζεται μέσω ανοικτών προτύπων, ηθικής διακυβέρνησης και αμοιβαίων επενδύσεων.

Το ερώτημα της εποχής μας δεν είναι αν η δημοκρατία μπορεί να θέσει ρυθμιστικούς κανόνες στην τεχνολογία· είναι αν η δημοκρατία μπορεί να κυβερνήσει μέσω της τεχνολογίας -ανακτώντας τις υποδομές που τώρα καθορίζουν την ασφάλεια, την ευημερία και την ίδια τη δημοκρατική ζωή. Αν αποτύχουμε, η Ευρώπη κινδυνεύει να γίνει μια ψηφιακή αποικία με πολλούς ρυθμιστικούς κανόνες: συμμορφωμένη αλλά υποτελής, έξυπνη αλλά ανίσχυρη, με τα πιο κρίσιμα συστήματά της να ανήκουν και να λειτουργούν αλλού. Αν επιτύχουμε, μπορούμε να γίνουμε πρωτοπόροι μιας δημοκρατικής τάξης κατάλληλης για την εποχή της Α.Ι. -μιας τάξης που συνδυάζει την καινοτομία με τα δικαιώματα και την ανθεκτικότητα με την οικολογική ευθύνη, και που αποδεικνύει ότι το μέλλον δεν χρειάζεται να είναι αυταρχικό για να είναι τεχνολογικά προηγμένο.

Αν θέλουμε να υπερασπιστούμε τις αξίες μας, πρέπει να φτιάξουμε συστήματα που τις ενσωματώνουν. Η αντιπαράθεση είναι ξεκάθαρη: τεχνο-αυταρχισμός εναντίον δημοκρατικής κυριαρχίας. Οι εκλογές θα έχουν σημασία, αλλά η κρίσιμη μάχη διεξάγεται ήδη στις ανεξάρτητες ψηφιακές εφοδιαστικές αλυσίδες που διασφαλίζουμε, στην Α.Ι. που αναπτύσσουμε, στα βιώσιμα data centers που ελέγχουμε, στους δορυφόρους που εμπιστευόμαστε και στις συμμαχίες που σφυρηλατούμε.

Η Ευρώπη βρίσκεται σε σημείο καμπής: είτε θα οικοδομήσουμε το δικό μας ψηφιακό μέλλον, διασφαλίζοντας ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη ενισχύει τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων και αντικατοπτρίζει τις κοινές μας κουλτούρες και ελευθερίες, είτε θα αφήσουμε ανεξέλεγκτες αυτοκρατορίες να καθορίσουν για εμάς το πεπρωμένο μας.

*Η Francesca Bria είναι Ιταλίδα οικονομολόγος, ειδική στην ψηφιακή πολιτική, επίτιμη καθηγήτρια στο UCL Institute for Innovation and Public Purpose και επικεφαλής της πρωτοβουλίας EuroStack για την Ευρωπαϊκή Ψηφιακή Κυριαρχία.

v
Απόρρητο