Το ταξίδι της Laureen Fredah ξεκίνησε κάπως σαν αστείο. Ζούσε στην Καμπάλα, τη μεγαλύτερη πόλη της Ουγκάντα, όταν άκουσε από μια φίλη της ότι η Emirates, η εθνική αεροπορική εταιρεία της πόλης του Ντουμπάι στον Περσικό Κόλπο, αναζητούσε αεροσυνοδούς. Η αεροπορική εταιρεία επεκτεινόταν ταχέως στην Αφρική, ως μέρος του σχεδίου οικοδόμησης του έθνους των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Με την πρώτη ματιά, δεν έμοιαζε με μεγάλη ευκαιρία. Η Laureen προερχόταν από οικογένεια με καλές διασυνδέσεις και αρκετούς πόρους ώστε να τη στείλει στο πανεπιστήμιο στην Ουγκάντα, αν και όχι τόσο πολλούς ώστε να μπορεί να τη σπουδάσει εκτός συνόρων. Η Laureen είχε προοπτικές για μια καλή θέση στο δημόσιο της Ουγκάντα, οπότε μια δουλειά στον τομέα των υπηρεσιών, όπως αυτή της αεροσυνοδού, δεν βρισκόταν στη λίστα των ελκυστικών για εκείνη επαγγελματικών επιλογών. Όμως ονειρευόταν από καιρό να γίνει δικηγόρος και είχε αόριστα σχέδια να πάει στο εξωτερικό.
«Δεν ήταν και τόσο κακή η ζωή μου στην Ουγκάντα, απλώς ήθελα κάτι παραπάνω», λέει η Fredah.
Η δουλειά της αεροσυνοδού, όπως αποδείχθηκε, πλήρωνε αρκετά καλά και μπορούσε να τη βοηθήσει να σπουδάσει νομική. Επιπλέον, προσέφερε τη λάμψη ενός τρόπου ζωής που ελκύει τους νέους σε όλο τον κόσμο. Ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός: εκατοντάδες άνθρωποι διεκδικούσαν τις ελάχιστες διαθέσιμες θέσεις. Όμως, με την κομψή της παρουσία και τη μεταξένια γοητεία που είχε καλλιεργήσει από τη θητεία της ως παρουσιάστριας στο εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο της Ουγκάντα, τα κατάφερε. Έτσι, μάζεψε τις βαλίτσες της και πέταξε για το Ντουμπάι -την αφετηρία ενός ταξιδιού που θα την οδηγούσε όχι μόνο σε μια νέα πόλη αλλά και στη νομική σχολή, και τελικά σε θέση δικηγόρου σε μία από τις ισχυρότερες εταιρείες της Μέσης Ανατολής.
«Έφτασα στην κορυφή δουλεύοντας», λέει με χαμόγελο αυτοπεποίθησης.

Επισκέπτες στο εμπορικό κέντρο Dubai Mall, 3 Μαρτίου 2025.
Στην εποχή της επιθετικής αντιμεταναστευτικής ρητορικής που ζούμε, οι δυτικοί ηγέτες φαίνεται να νομίζουν πως οι πιο ικανοί και ταλαντούχοι άνθρωποι από φτωχότερες χώρες θα θέλουν πάντα να χτίσουν τη ζωή τους στη Δύση, όσα εμπόδια κι αν πρέπει να ξεπεράσουν ή όσο ανεπιθύμητους και αν τους κάνουν να νιώθουν, την ώρα που φτάνουν εκεί.
Όμως αυτή η στάση δεν αντιλαμβάνεται τις εμπειρίες ανθρώπων όπως η Fredah, η οποία πριν από 15 χρόνια έγινε μέρος ενός σχετικά νέου ρεύματος. Το ρεύμα αυτό αποτελούσαν άνθρωποι μορφωμένοι, οι οποίοι ανήκαν στο υψηλότερο επίπεδο της μεσαίας τάξης. Κατάγονταν από την Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή και κατευθύνθηκαν προς τον Περσικό Κόλπο αναζητώντας ευκαιρίες.
Ακριβείς αριθμοί είναι δύσκολο να βρεθούν: οι κυβερνήσεις της περιοχής γενικά δεν δημοσιοποιούν δεδομένα για τους μετανάστες με βάση την εκπαίδευση, την κοινωνική τάξη ή την εθνικότητά τους. Και όμως, σε αυτή τη λαμπερή πόλη των ουρανοξυστών και των τεχνητών νησιών, των κλειστών χιονοδρομικών κέντρων και των γιγάντιων εμπορικών κέντρων, μίλησα με πολλούς φιλόδοξους ανθρώπους από τον παγκόσμιο Νότο, οι οποίοι ίσως κάποτε ονειρεύονταν μια καριέρα και μια ζωή στη Δύση. Αντιμέτωποι με πιο «σκληρά» σύνορα, απρόσιτες βίζες και αυξανόμενη αντιμεταναστευτική προκατάληψη, πολλοί είπαν ότι βρήκαν πιο φιλόξενο καταφύγιο στο Ντουμπάι και χτίζουν εκεί μια νέα ζωή.
«Η πραγματικότητα της μετανάστευσης έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη δημοφιλή ιδέα μιας μαζικής εξόδου από τον Νότο προς τον Βορρά», γράφει ο μελετητής της μετανάστευσης Hein de Haas στο πρόσφατο βιβλίο του “How Migration Really Works”, όπου επιχειρεί να καταρρίψει πολλές διαδεδομένες παρανοήσεις γύρω από τη μετανάστευση και να προτείνει μια ριζική επαναξιολόγηση των ακολουθούμενων μεταναστευτικών πολιτικών. «Η περιοχή του Κόλπου είναι εξίσου σημαντικός προορισμός μετανάστευσης με τη Δυτική Ευρώπη», σημειώνει.
Ιστορικά, η μετανάστευση σε μέρη όπως το Ντουμπάι διέπονταν από αυστηρή ιεραρχία: πολλοί εργάτες από φτωχές χώρες δούλευαν σε δύσκολες και καμιά φορά επικίνδυνες κατασκευαστικές εργασίες και υπηρεσίες, ενώ λίγοι Δυτικοί που είχαν φύγει από τις πατρίδες τους αξιοποιούσαν το κλασικό τους πλεονέκτημα, ζώντας χωρίς φόρο εισοδήματος σε έναν σχετικά φθηνό προορισμό, όπου η μόρφωση, οι δεξιότητες και το χρώμα της επιδερμίδας τους τους δίνουν πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας.
Ωστόσο, οι κυβερνήσεις στον Περσικό Κόλπο έχουν αρχίσει να φιλελευθεροποιούν τη μεταναστευτική τους πολιτική, δημιουργώντας ευκαιρίες για φιλόδοξους και ταλαντούχους ανθρώπους από όλο τον κόσμο και προσφέροντας μακροχρόνια άδεια παραμονής σε ειδικευμένους εργαζόμενους χωρίς την ανάγκη εργοδότη-εγγυητή. Προσπαθώντας να διαφοροποιήσουν και να αναπτύξουν τις οικονομίες τους, οι χώρες αυτές ανοίγουν τις πόρτες τους σε επιχειρηματίες, μηχανικούς, καλλιτέχνες, σεφ, δασκάλους, γιατρούς και εκπαιδευτικούς, ενθαρρύνοντάς τους όχι απλώς να εργαστούν εκεί για λίγα χρόνια, αλλά να σκεφτούν τη μακροχρόνια εγκατάσταση και τη ζωή τους εκεί.
Όταν ταξίδεψα στο Ντουμπάι στα τέλη του περασμένου χρόνου, βρήκα μια πόλη η οποία καταρρίπτει -με ενδιαφέροντες τρόπους- τη διάκριση ανάμεσα σε «μετανάστη» και «απόδημο», η οποία άλλωστε ποτέ δεν είχε και πολλή σημασία. Για δεκαετίες, η ιστορία της μετανάστευσης ανθρώπων με ικανότητες ακολουθούσε έναν προβλέψιμο δρόμο: πληθυσμοί μετακινούνταν από αναπτυσσόμενες οικονομίες προς ισχυρές οικονομικά χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης. Η άνοδος του Ντουμπάι συμβολίζει μια δραματική αναθεώρηση αυτού του αφηγήματος.

Η Laureen Fredah στο γραφείο της στο Ντουμπάι, 5 Μαρτίου.
Όμως οι άνθρωποι που φτάνουν εκεί σε αυτή τη χρονική φάση παίρνουν επίσης μέρος σε ένα πείραμα που, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δύσκολο. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν εντάχθηκαν ποτέ στις μεταπολεμικές συμφωνίες για την αποδοχή αιτούντων άσυλο ή την υποδοχή προσφύγων. Εξάλλου, σε αντίθεση με τις περισσότερες δυτικές χώρες, όπου οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι μπορούν τελικά να αποκτήσουν υπηκοότητα, τα ΗΑΕ επιφυλάσσουν αυτό το προνόμιο σχεδόν αποκλειστικά στους γηγενείς.
Καθώς το Ντουμπάι μετατρέπεται σε έναν ισχυρό πόλο έλξης ταλέντου, αμφισβητεί σοβαρά τις ιδέες μας γύρω από τις έννοιες της ιθαγένειας και του ανήκειν, και αφήνει στην άκρη κάποιες βασικές αρχές της μεταπολεμικής εποχής, η οποία χαρακτηρίστηκε από τη σχετικά ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Το Ντουμπάι είναι, με πολλούς τρόπους, μια ματιά στο πώς μπορεί να μοιάζει το μέλλον.
Είναι το πιο πολυπληθές από τα επτά εμιράτα από τα οποία αποτελούνται τα ΗΑΕ, όμως σχεδόν όλοι όσοι ζουν εκεί είναι ξένοι: λιγότερο από το 10% των κατοίκων είναι πολίτες του.
Όπως και σε άλλες χώρες του Κόλπου, η συντριπτική πλειονότητα του ξένου πληθυσμού αποτελούνταν για χρόνια από χαμηλής ειδίκευσης εργάτες με ασιατική και αφρικανική καταγωγή: άνδρες που εργάζονταν με πενιχρούς μισθούς στα αχανή εργοτάξια υπό τον καυτό ήλιο και γυναίκες που δούλευαν σε κακοπληρωμένες δουλειές ως καθαρίστριες, νταντάδες και μαγείρισσες. Όλα αυτά υπό το αυστηρό σύστημα που είναι γνωστό ως καφάλα (kafala), το οποίο επέτρεπε στους ξένους να μένουν στη χώρα αυστηρά και μόνο όσο είχαν εργασία. Οι εργοδότες τους συχνά κρατούσαν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και είχαν πρακτικά δικαίωμα βέτο στην αλλαγή δουλειάς. Πολλοί ζούσαν σε ασφυκτικά γεμάτους εργατικούς κοιτώνες σε απομακρυσμένες περιοχές της πόλης.
Το σύστημα αυτό δέχθηκε -δικαίως- πολλή κριτική, καθώς οι χώρες του Περσικού Κόλπου άνθιζαν οικονομικά και επεδίωκαν μεγαλύτερο ρόλο στην παγκόσμια σκηνή. Δημοσιογράφοι και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν αποκαλύψει τις εξοντωτικές συνθήκες στις οποίες εργάζονταν οι μετανάστες εργάτες, αμέτρητοι από τους οποίους τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν χτίζοντας τα σύμβολα των φιλοδοξιών της περιοχής -όπως οι αθλητικές και τουριστικές υποδομές, κόστους άνω των 220 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για το Μουντιάλ του 2022 στο Κατάρ.
Η διεθνής πίεση οδήγησε πολλές περιοχές, συμπεριλαμβανομένου του Ντουμπάι, σε ήπια μεταρρύθμιση του πλαισίου της εργασιακής μετανάστευσης. Βάσει της μεταρρύθμισης, έγινε πιο εύκολο για τους εργαζόμενους να εγκαταλείψουν εργοδότες με κακοποιητική συμπεριφορά, ενώ απαγορεύτηκαν οι διακρίσεις στον χώρο εργασίας και υπήρξε μια σειρά από άλλες ρυθμίσεις.
Ωστόσο, οι χώρες αυτές δεν ανταποκρίνονται μόνο σε ηθικές πιέσεις· αναγνωρίζουν επίσης ότι οι ολοένα πιο διαφοροποιημένες οικονομίες τους απαιτούν ένα ευρύτερο φάσμα δεξιοτήτων και ταλέντων, και προσαρμόζουν τις μεταναστευτικές τους πολιτικές στον αυξανόμενο ανταγωνισμό για την προσέλκυση ειδικευμένων εργαζομένων κάθε είδους.
Στα ΗΑΕ αυτό σήμαινε τη δημιουργία προγραμμάτων όπως εκείνα που προσφέρουν «χρυσές βίζες», οι οποίες επιτρέπουν σε άτομα με δεξιότητες που έχουν ζήτηση να ζουν στη χώρα για πέντε ή δέκα χρόνια, ανεξάρτητα από το αν απασχολούνται εκεί. Αρχικά, το πρόγραμμα απευθυνόταν σε πλούσιους επενδυτές ακίνητης περιουσίας και σε άτομα με υψηλό καθαρό εισόδημα, αλλά πλέον έχει επεκταθεί σε οποιονδήποτε κερδίζει περίπου 100.000 δολάρια τον χρόνο, καθώς και σε επαγγελματίες σε τομείς υψηλής ζήτησης, όπως η εκπαίδευση και η ιατρική. Ο αριθμός των χρυσών βιζών που εκδίδονται περίπου διπλασιάζεται κάθε χρόνο από το 2021. Το 2023, που είναι η χρονιά για την οποία έχουμε τα πιο πρόσφατα στοιχεία, εκδόθηκαν 158.000 τέτοιες βίζες.
Κι ενώ οι δυτικές κυβερνήσεις επιβάλλουν σκληρές πολιτικές απελάσεων εν μέσω αυξανόμενου αντιμεταναστευτικού κλίματος, το Ντουμπάι έχει υλοποιήσει πολλά προγράμματα αμνηστίας, επιτρέποντας σε όσους έχουν υπερβεί τη διάρκεια της βίζας τους να έχουν νόμιμο δικαίωμα διαμονής, χωρίς να χρειαστεί να φύγουν από τη χώρα.
Αν και η Fredah πέρασε τις εξετάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, αποφάσισε να μείνει στο Ντουμπάι. Εν μέρει λόγω της πανδημίας, αλλά και επειδή εκτιμά το πόσο εύκολο είναι να βρεθεί από εκεί στο σπίτι της, στην Ουγκάντα -υπάρχουν αρκετές απευθείας πτήσεις καθημερινά για το ταξίδι των 5,5 ωρών- και πόσο εύκολο είναι για τους φίλους της να την επισκέπτονται. Αν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία, λέει, ίσως να εξέταζε μια θέση εργασίας στη Σιγκαπούρη, στο Χονγκ Κονγκ ή στη Νέα Υόρκη. Τη ρώτησα αν επιθυμεί να αποκτήσει δυτικό διαβατήριο, για να έχει περισσότερες επιλογές. Είπε πως θα της άρεσε αλλά δεν αποτελεί προτεραιότητα για αυτήν.
«Κάποια στιγμή θα θελήσουμε να μαζέψουμε τις βαλίτσες μας και να επιστρέψουμε σπίτι», είπε. «Ίσως το μέλλον να είναι απλώς η συμμετοχή, όχι η ένταξη κάπου», συλλογίστηκε.
(Το κείμενο είναι απόσπασμα του The Great Migration, μιας σειράς ρεπορτάζ της Lydia Polgreen που αποκαλύπτουν πώς οι άνθρωποι μετακινούνται στον κόσμο).
*Η κα Lydia Polgreen είναι συνεργάτιδα των New York Times.