Οι παγίδες της ηγετοκεντρικής διπλωματίας

Η προσωπική επιρροή ανοίγει πόρτες, αλλά δεν ξαναγράφει τους γεωπολιτικούς κανόνες. Αρθρο της Χίλαρι Κλίντον και της Keren Yarhi-Milo στην Ειδική Εκδοση World Review του Euro2day.gr και των New York Times.

Οι παγίδες της ηγετοκεντρικής διπλωματίας
  • Hillary Rodham Clinton, Keren Yarhi-Milo

Οταν ο πρόεδρος Trump σήκωσε το τηλέφωνο στις 17 Ιουνίου για να μιλήσει με τον πρωθυπουργό της Ινδίας Narendra Modi, περίμενε η συνομιλία να αναδείξει την ικανότητά του στην προσωπική διπλωματία. Αντί γι’ αυτό, κατέληξε σε ρήξη. Ο κ. Trump καυχήθηκε ότι είχε «λύσει» τη σύγκρουση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν -και υπαινίχθηκε ότι το Πακιστάν σκόπευε να τον προτείνει για το Νόμπελ Ειρήνης. Ο κ. Modi εξοργίστηκε.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο κ. Trump επέβαλε δασμούς 50% στις ινδικές εξαγωγές, ενώ ο κ. Modi κυριολεκτικά κρατιόταν χέρι χέρι με τους ηγέτες της Ρωσίας και της Κίνας. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μια ανακατανομή συμμαχιών που θα υπονόμευε δεκαετίες προσεκτικής αμερικανικής διπλωματίας, από την πρωτοποριακή επίσκεψη του προέδρου Bill Clinton το 2000, μέχρι την ιστορική συμφωνία για τα πυρηνικά του προέδρου George W. Bush.

Αυτός είναι ο κίνδυνος του να υπερβαίνει κανείς την προσωπική διάσταση στην εξωτερική πολιτική. Ενώ η διπλωματία ανέκαθεν περιείχε ένα ανθρώπινο στοιχείο -και ναι, κάποιο βαθμό κολακείας-, όταν η χημεία μεταξύ των ηγετών αντικαθιστά μια συνεκτική στρατηγική, οι διεθνείς σχέσεις γίνονται πιο ασταθείς και λιγότερο προβλέψιμες.

Το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι. Η μία από εμάς είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών· η άλλη, μελετητής της ψυχολογίας των ηγετών και της λήψης αποφάσεων σε περιόδους κρίσης. Μαζί διδάσκουμε ένα μάθημα στο Columbia, με τίτλο Inside the Situation Room, όπου αναδεικνύουμε τον ανθρώπινο παράγοντα στην εξωτερική πολιτική και τους κινδύνους και τα τυφλά σημεία που προκύπτουν, όταν οι ηγέτες προσπαθούν να αξιολογήσουν τις προθέσεις των αντιπάλων τους και τις απειλές που αυτοί θέτουν. Αυτή η ανθρώπινη διάσταση αποτελεί ταυτόχρονα το επίκεντρο ενός αυξανόμενου αριθμού ακαδημαϊκών επιστημόνων και κάτι που οι επαγγελματίες του χώρου έχουν κατανοήσει διαισθητικά εδώ και καιρό. Οι γνώσεις και από τις δύο κοινότητες έχουν διαμορφώσει τη διδασκαλία μας και μας οδήγησαν στην επιμέλεια ενός βιβλίου για το θέμα.

Μελετάμε και διδάσκουμε πώς οι ηγέτες διαχειρίζονται την ασάφεια σε έναν αβέβαιο κόσμο. Κάθε μέρα, τα εισερχόμενά τους γεμίζουν με τηλεγραφήματα, σημειώσεις, αναλύσεις πληροφοριών και συμβουλές. Η διάκριση του σημαντικού από το επουσιώδες είναι μία από τις πιο επείγουσες και ταυτόχρονα πιο δύσκολες εργασίες τους.

Οι προσωπικές σχέσεις φαίνεται να διαπερνούν την ομίχλη της αβεβαιότητας. Όταν οι ηγέτες συναντώνται πρόσωπο με πρόσωπο, πιστεύουν ότι μπορούν να δουν τον «πραγματικό» άνθρωπο απέναντί τους και να αντιληφθούν μη λεκτικά σήματα όπως η γλώσσα του σώματος και ο τόνος της φωνής, που δεν μπορούν εύκολα να παραποιηθούν. Οι πολιτικοί ηγέτες προτιμούν να βασίζονται στη διαίσθησή τους και στις δεξιότητες που τους βοήθησαν στην προεκλογική εκστρατεία, όπως το να «διαβάζουν» ένα πλήθος ή να διακρίνουν μια αδυναμία.

Αυτού του είδους η προσωπική διπλωματία μπορεί να είναι ισχυρή, αλλά μπορεί επίσης να είναι μια ψευδαίσθηση. Οι ηγέτες συχνά αισθάνονται ότι έχουν άμεση πρόσβαση σε κάποιον, ενώ στην πραγματικότητα γίνονται μάρτυρες ενός προσεκτικά σκηνοθετημένου θεάτρου.

Η κοινωνική ψυχολογία βοηθά να κατανοήσουμε γιατί τέτοιες «παραστάσεις» λειτουργούν παρά την ψευδαίσθησή τους: Οι ζωντανές, συναισθηματικά φορτισμένες συναντήσεις τείνουν να επισκιάζουν μια πιο αντικειμενική ανάλυση. Οι ψυχολόγοι Daniel Kahneman και Amos Tversky έδειξαν ότι κάποιες έντονες στιγμές -μια τεταμένη τηλεφωνική συνομιλία, ένα προσωπικό δείπνο, μια χειραψία σε μια σύνοδο κορυφής- μένουν πιο ζωντανές στη μνήμη από ό,τι η ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω email. Η νευροεπιστήμη προσθέτει μια ακόμα διάσταση: οι κατοπτρικοί νευρώνες ενεργοποιούνται όταν συναντάμε το βλέμμα ενός άλλου ανθρώπου, δημιουργώντας μια αίσθηση σύνδεσης που μπορεί να είναι γνήσια αλλά και παραπλανητική. Με αυτό τον τρόπο, η εξωτερική πολιτική μπορεί να μοιάζει με παιχνίδι πόκερ, όπου οι παίκτες προσπαθούν να «διαβάσουν» τα χαρτιά του άλλου μέσα από τη γλώσσα του σώματος.

Η χρήση προσωπικής διπλωματίας για την αξιολόγηση των προθέσεων και της αποφασιστικότητας των αντιπάλων έχει μακρά ιστορία. Ο πρόεδρος John F. Kennedy έφυγε από τη συνάντησή του στη Βιέννη με τον Nikita Khrushchev το 1961 συγκλονισμένος, πιστεύοντας ότι είχε ξεπεραστεί. Οι Σοβιετικοί ερμήνευσαν την ανησυχία του ως αδυναμία και συνέχισαν να πιέζουν περισσότερο τον Kennedy στο Βερολίνο και αργότερα στην Κούβα. Ο κ. Bush ισχυρίστηκε ότι κοίταξε στα μάτια τον πρόεδρο Vladimir Putin της Ρωσίας και είδε την ψυχή του, μια θετική αξιολόγηση που αποδείχτηκε λανθασμένη καθώς η Ρωσία εντατικοποίησε τον έλεγχο των γειτόνων της και συνέθλιψε τη διαφωνία. Ακόμη και ο πρόεδρος Franklin D. Roosevelt, ένας δεξιοτέχνης πολιτικός, παρερμήνευσε τον Joseph Stalin στη Γιάλτα, εμπιστευόμενος τις προσωπικές του διαβεβαιώσεις ενώ η Ανατολική Ευρώπη «γλίστρησε» πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα.

Ακόμη και οι επιτυχημένες περιπτώσεις αναδεικνύουν τα όρια της προσωπικής σχέσης. Ο πρόεδρος Jimmy Carter επένδυσε τεράστια προσωπική ενέργεια και πολιτικό κεφάλαιο στο Camp David, το καταφύγιο για τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που σταδιακά μετατράπηκε και σε ένα χώρο συνομιλιών, επιτυγχάνοντας μια διαρκή ειρήνη μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου.

Ο κ. Carter ήλπιζε ότι η ίδια συνταγή θα μπορούσε να επιλύσει και το παλαιστινιακό ζήτημα. Δεν τα κατάφερε. Η ευρύτερη Μέση Ανατολή παρέμεινε ταραγμένη. Περισσότερα από 20 χρόνια αργότερα, ο πρόεδρος Clinton προσπάθησε να οικοδομήσει μια προσωπική σχέση μεταξύ των ηγετών των Παλαιστινίων και του Ισραήλ, Yasir Arafat και Ehud Barak, στο Camp David το 2000. Η σύνοδος κατέρρευσε, όταν ο κ. Arafat δεν τήρησε τις προσωπικές διαβεβαιώσεις που είχε δώσει στον κ. Clinton ότι θα υπέγραφε τη συμφωνία. Η προσωπικότητα μπορεί να ανοίγει πόρτες, αλλά δεν μπορεί να ξαναγράψει τη γεωπολιτική και μια μακρά ιστορία συγκρούσεων.

Κατά καιρούς, η προσωπική διπλωματία έχει φέρει σημαντικές ανατροπές που άλλαξαν την πορεία της ιστορίας. Η οικειότητα του Ronald Reagan με τον νέο σοβιετικό ηγέτη Mikhail Gorbachev, που έγινε εμφανής από την πρώτη τους συνάντηση στη Γενεύη, έκανε τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων να μοιάζει εφικτός. Όμως οι διεθνείς συμφωνίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών που υπογράφηκαν εκείνη την εποχή πέτυχαν, επειδή ενσωματώθηκαν σε μηχανισμούς επαλήθευσης και αμοιβαία συμφέροντα, όχι μόνο λόγω της προσωπικής χημείας. Άλλωστε, ήταν ο ίδιος ο κ. Reagan που είχε πει χαρακτηριστικά: «Εμπιστεύσου, αλλά επαλήθευε».

Άλλοι πρόεδροι άσκησαν την προσωπική επιρροή με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, αντί να εμφανίζεται ζεστός ή αξιόπιστος, ο Richard Nixon προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την απρόβλεπτη συμπεριφορά ως όπλο, βασιζόμενος στη θεωρία του οικονομολόγου Thomas Schelling για τη «λογική του παραλόγου». Αν οι αντίπαλοι πίστευαν ότι ήταν αρκετά ασταθής και θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, ακόμη και να εξαπολύσει πυρηνικά πλήγματα, ίσως δίσταζαν να τον προκαλέσουν.

Τον Οκτώβριο του 1969, ο Nixon δοκίμασε τη θεωρία με μια παγκόσμια πυρηνική επιφυλακή. Αμερικανικά βομβαρδιστικά τέθηκαν διακριτικά σε αυξημένη ετοιμότητα και σήματα διαρρέονταν με τρόπους που στόχευαν να αναστατώσουν τη Μόσχα και το Ανόι. Το εγχείρημα όμως απέτυχε: οι Σοβιετικοί σχεδόν δεν κουνήθηκαν και οι σύμμαχοι ανησύχησαν ότι η πυρηνική στάση των ΗΠΑ χειραγωγούνταν ως ψυχολογικό τέχνασμα.

Ο σημερινός πρόεδρος έχει επανεισαγάγει το δικό του είδος αστάθειας και αβεβαιότητας στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ούτε οι σύμμαχοί μας ούτε οι αντίπαλοί μας μπορούν να καταλάβουν εάν ο έπαινος που εκφράζει για τους τυράννους αποτελεί υπολογισμένο παιχνίδι τακτικής ή γνήσια πεποίθηση, αυξάνοντας τον κίνδυνο λανθασμένων εκτιμήσεων.

Αυτό εγείρει το ερώτημα: Ο κ. Trump βλέπει την προσωπική χημεία με ξένους ηγέτες ως βοήθημα στη στρατηγική του ή ως υποκατάστατο αυτής; Σύμφωνα με τα δικά του λόγια, «ερωτεύτηκε» τον Kim Jong-un, επιδεικνύοντας τις επιστολές τους ως απόδειξη προόδου, ακόμα και όταν η Βόρεια Κορέα διεύρυνε το πυρηνικό της οπλοστάσιο.

Η καλλιέργεια σχέσεων με τους ηγέτες του Κόλπου συνέβαλε στη διαμόρφωση των Συμφωνιών του Αβραάμ, του κορυφαίου διπλωματικού του επιτεύγματος, που προσέφερε ελπίδα για την αναδιαμόρφωση της Μέσης Ανατολής.

Αυτές οι ελπίδες φαίνονται πλέον μακρινές, καθώς η προσωπική σχέση του κ. Trump με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Benjamin Netanyahu δεν ήταν αρκετή για να συγκρατήσει την πρόσφατη ισραηλινή επίθεση κατά των ηγετών της Χαμάς στο Κατάρ, που εξόργισε τους Άραβες ηγέτες. Ο κ. Trump έχει επίσης επενδύσει σημαντικά στην προσωπική του σχέση με τον κ. Putin, αλλά αυτό δεν βοήθησε να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, ούτε να αποτραπεί η είσοδος ρωσικών drones στην Πολωνία, σύμμαχο του ΝΑΤΟ.

Η άμεση αλληλεπίδραση ηγέτη με ηγέτη μπορεί να δώσει λύση σε αδιέξοδα που οι γραφειοκρατίες δεν μπορούν, αλλά η υπερβολική προσωπική προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής κινδυνεύει να διαστρεβλώσει την κρίση και να μεγεθύνει την αστάθεια.

Οι αμερικανικοί θεσμοί υπάρχουν για να αποτρέπουν αυτού του είδους τις λανθασμένες εκτιμήσεις. Το Υπουργείο Εξωτερικών, οι μυστικές υπηρεσίες, ακόμη και το ΝΑΤΟ δεν είναι «δεσμά» για τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά το πλαίσιο που τα διασφαλίζει. Ο Harry Truman συνέδεσε την αμερικανική δύναμη με το ΝΑΤΟ ώστε η διατλαντική άμυνα να διαρκέσει πέρα από οποιαδήποτε κυβέρνηση. Ο George H.W. Bush συγκρότησε τον συνασπισμό του Κόλπου βασισμένος στο κράτος δικαίου και τον πολυμερισμό, ενώ ο Joe Biden βασίστηκε στη σοφία των αξιωματούχων των μυστικών υπηρεσιών του για να αποκαλύψει προληπτικά τις ρωσικές προθέσεις εισβολής στην Ουκρανία.

Οι θεσμοί έχουν σημασία όχι μόνο επειδή διασφαλίζουν τη συνέχεια μεταξύ των κυβερνήσεων, αλλά και επειδή τους υπηρετούν άτομα με βαθιά εξειδίκευση και μακρά μνήμη -άτομα που έχουν αφιερώσει την καριέρα τους στη μελέτη των αντιπάλων, των συμμάχων και των μοτίβων της διεθνούς πολιτικής. Βρίσκονται στην αίθουσα για κάποιο λόγο. Ο ρόλος τους είναι να δοκιμάζουν υποθέσεις, να προσφέρουν προοπτική και να εξασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις βασίζονται στα εθνικά συμφέροντα ασφαλείας και όχι μόνο στο συναίσθημα.

Όταν οι ηγέτες αφήνουν τα συναισθήματα ή την προσωπική χημεία να καθορίσουν την πολιτική τους, η αστάθεια αντικαθιστά την αξιοπιστία, τόσο με τους αντιπάλους όσο και με τους συμμάχους.

*Η Hillary Rodham Clinton είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών και γερουσιαστής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ηταν υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος για την προεδρία το 2016.

Η Keren Yarhi-Milo είναι κοσμήτορας της Σχολής Διεθνών και Δημόσιων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Columbia και καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στην έδρα Adlai E. Stevenson.

(Είναι συν-επιμελήτριες του βιβλίου «Inside the Situation Room: The Theory and Practice of Crisis Decision-making»).

 

v
Απόρρητο