Η στρατηγική ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο

Ελλάδα και Τουρκία εντείνουν τον στρατιωτικό τους ανταγωνισμό. Αν και η πιθανότητα γενικευμένης σύγκρουσης είναι χαμηλή, ο κίνδυνος θερμών επεισοδίων παραμένει αυξημένος.

Η στρατηγική ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο
  • Μάνος Καραγιάννης

Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί διαχρονικά έναν γεωπολιτικά ευαίσθητο χώρο, όπου διασταυρώνονται τα συμφέροντα περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων. Στο επίκεντρο αυτής της δυναμικής βρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες διαχρονικά χαρακτηρίζονται από ένταση, ανταγωνισμό και περιοδικές κρίσεις. Ένα από τα κεντρικά στοιχεία αυτής της αντιπαράθεσης είναι η κούρσα εξοπλισμών, που επηρεάζει άμεσα τη στρατηγική ισορροπία στην περιοχή. Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν επενδύσει σημαντικά ποσά στην ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών τους, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2020 στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε αγορές προηγμένων οπλικών συστημάτων, αξιοποιώντας τις στρατηγικές της σχέσεις με τη Γαλλία, το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το αεροναυτικό σκέλος του ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος αποτυπώνει την επιδίωξη για στρατηγική υπεροχή σε θαλάσσιο και εναέριο χώρο.

Η Πολεμική Αεροπορία ενισχύεται με μαχητικά Rafale, F-16 Viper και F-35, που προσφέρουν προηγμένες δυνατότητες κρούσης, επιτήρησης και ηλεκτρονικού πολέμου. Παράλληλα, το Πολεμικό Ναυτικό αναβαθμίζεται με φρεγάτες Belharra, που διαθέτουν συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας, ανθυποβρυχιακού πολέμου και δικτυοκεντρικής επιχειρησιακής λειτουργίας. Ο συνδυασμός αεροπορικής και ναυτικής ισχύος επιτρέπει την προστασία κρίσιμων υποδομών, όπως ενεργειακά έργα και υποθαλάσσια καλώδια, και ενισχύει σημαντικά την ελληνική παρουσία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Παρά τις κυρώσεις και τους περιορισμούς στην προμήθεια δυτικής τεχνολογίας, η Τουρκία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη πρόοδο στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Το αεροναυτικό σκέλος του τουρκικού εξοπλιστικού προγράμματος αναδεικνύει τη στρατηγική της Άγκυρας για αυτονομία και προβολή ισχύος.

Η ανάπτυξη του μαχητικού πέμπτης γενιάς ΤΑΙ Kaan δείχνει στροφή στην τεχνολογική και επιχειρησιακή καινοτομία. Στο ναυτικό, το πρόγραμμα MILGEM προωθεί την εγχώρια κατασκευή φρεγατών και κορβετών. Tο αμφίβιο πλοίο πολλαπλών χρήσεων TCG Anadolu έχει ήδη ενισχύσει την ικανότητα προβολής ισχύος στη Μεσόγειο, ενώ τα υποβρύχια τύπου Reis θα προσθέσουν στρατηγικό βάθος. Συνολικά, το πρόγραμμα αποσκοπεί στην ενίσχυση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας σε κρίσιμες θαλάσσιες ζώνες και στην υποστήριξη γεωπολιτικών διεκδικήσεων.

Ελληνική φρεγάτα στο Αιγαίο. «Η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε αγορές προηγμένων οπλικών συστημάτων, αξιοποιώντας τις στρατηγικές της σχέσεις με τη Γαλλία, το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες», εξηγεί ο Μάνος Καραγιάννης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Επιπρόσθετα, η Τουρκία διαθέτει σαφές πλεονέκτημα στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, χάρη στην ταχεία ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Συστήματα όπως τα Bayraktar TB2, Akinci και Kizilelma προσφέρουν προηγμένες δυνατότητες επιτήρησης, κρούσης και ηλεκτρονικού πολέμου, με χαμηλό κόστος και υψηλή επιχειρησιακή ευελιξία. Η ενσωμάτωσή τους σε ναυτικές και αεροπορικές επιχειρήσεις ενισχύει την τουρκική προβολή ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, η εξαγωγή μη επανδρωμένων σε πολλές χώρες προσδίδει στην Άγκυρα μεγάλη γεωοικονομική επιρροή. Η Ελλάδα, αν και ενισχύει τις δυνατότητές της, υστερεί ακόμη σημαντικά σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα.

Η κούρσα εξοπλισμών στην Ανατολική Μεσόγειο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικής ανταγωνιστικότητας. Η Ελλάδα επιδιώκει να εξελιχθεί σε πάροχο ασφάλειας και πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Η στρατηγική της συνεργασία με χώρες όπως η Γαλλία και το Ισραήλ ενισχύει την επιχειρησιακή της ετοιμότητα. Αντίστοιχα, η Τουρκία επιδιώκει να αναδειχθεί σε αυτόνομο γεωστρατηγικό δρώντα, αξιοποιώντας την εγχώρια παραγωγή και την τεχνολογική καινοτομία. Η στρατιωτική της παρουσία σε χώρες όπως η Λιβύη και η Συρία καταδεικνύει την πρόθεσή της να επεκτείνει την επιρροή της μέσω στρατιωτικής ισχύος.

Σε κάθε περίπτωση, η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου έχει προσδώσει μια νέα διάσταση στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Έργα όπως ο EuroAsia Interconnector, που συνδέει τα ηλεκτρικά δίκτυα Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, και το Green Energy Interconnector από την Αίγυπτο προς την Κρήτη, δημιουργούν νέα δεδομένα στην περιοχή. Η ενεργειακή αυτάρκεια και η διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας αποτελούν στρατηγικές επιδιώξεις για την Ε.Ε. Ετσι η Ανατολική Μεσόγειος εξελίσσεται σε έναν κρίσιμο κόμβο για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.

Η οριοθέτηση των ΑΟΖ έχει καταστεί ένα ζήτημα προτεραιότητας πρωτίστως για ενεργειακούς λόγους, καθώς συνδέεται άμεσα με την εκμετάλλευση υποθαλάσσιων πόρων. Η ενεργειακή διάσταση εντείνει την ανάγκη για στρατιωτική παρουσία, καθιστώντας τελικά την ελληνοτουρκική κούρσα εξοπλισμών εργαλείο γεωοικονομικής επιρροής. Η στρατιωτική ισχύς, δηλαδή, λειτουργεί ως μέσο προστασίας των ενεργειακών υποδομών και ως μοχλός ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης των κρατών.

Συμπερασματικά, οι δύο χώρες έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο τις ΑΟΖ και την ενεργειακή ασφάλεια. Ωστόσο, η κοινή συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, οι ισχυρές διεθνείς συμμαχίες της Ελλάδας και η στρατιωτική ισορροπία τιθασεύουν τις επιθετικές τάσεις της Άγκυρας. Με τα σημερινά δεδομένα, η πιθανότητα πολεμικής σύγκρουσης Ελλάδας - Τουρκίας είναι περιορισμένη. Ο κίνδυνος έγκειται κυρίως στην εκδήλωση θερμών επεισοδίων, αν κάποια στιγμή η λογική της ελληνικής αποτροπής υπερκεραστεί από την πρόθεση της άλλης πλευράς για δημιουργία τετελεσμένων στο πεδίο.

*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.

 

v
Απόρρητο