Η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία αναγεννιέται

Μετά από δεκαετίες εφαρμογής οικονομικών πολιτικών με αμφίβολα αποτελέσματα, η επαναβιομηχανοποίησή της επιστρέφει ως εθνικός στρατηγικός στόχος.

Η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία αναγεννιέται
  • Δρ. Γρηγόρης Κουτσογιάννης

Για έκτη συνεχόμενη χρονιά, το παγκόσμιο γεωπολιτικό και οικονομικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση αναταραχής. Έχουμε γίνει μάρτυρες νέων και παρατεταμένων συγκρούσεων, βλέπουμε να αναδύονται νέες τεχνολογίες στον τομέα της άμυνας, ενώ οι απειλές εξελίσσονται διαρκώς.

Μια αλληλουχία ιστορικών γεγονότων -από την πανδημία και τη συνεχιζόμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και από τις επιπτώσεις της στην ευρωατλαντική αρχιτεκτονική ασφάλειας έως τον πόλεμο στη Γάζα, τον παγκόσμιο ανταγωνισμό για τις νέες καθαρές πηγές ενέργειας, τις σπάνιες γαίες και την 4η Βιομηχανική Επανάσταση- έχουν διαμορφώσει ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που θυμίζει κινούμενη άμμο.

Παρά τις διεθνείς δυσκολίες, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, χάρη στην ενίσχυση των εξαγωγών, την άνοδο του τουρισμού, την αύξηση των επενδύσεων και την ιδιωτική κατανάλωση. Οι εξαγωγές και οι επενδύσεις διαδραματίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο στη σταθερότητα της οικονομίας, με το 22% των εξαγωγών το 2024 να αφορά βιομηχανικά προϊόντα και το συνολικό ποσοστό, όταν περιλαμβάνονται χημικά, οχήματα και μηχανήματα, να φτάνει το 44%.

Μετά από δεκαετίες εφαρμογής οικονομικών πολιτικών με αμφίβολα αποτελέσματα, η επαναβιομηχανοποίηση επανέρχεται ως εθνικός στρατηγικός στόχος με ορίζοντα το 2030, όπως καθορίζεται στην Εθνική Στρατηγική για τη Βιομηχανία (2022). Η στρατηγική αυτή επικεντρώνεται σε επενδύσεις σε τεχνολογίες και υποδομές, δίνοντας προτεραιότητα στον ψηφιακό μετασχηματισμό, την καινοτομία, την πράσινη μετάβαση και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής. Παράλληλα, περιλαμβάνει δράσεις για την αναβάθμιση δεξιοτήτων και τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η αναγνώριση της προστιθέμενης αξίας και της δυναμικής των ελληνικών εταιρειών στις καινοτόμες τεχνολογίες, καθώς και η συνειδητοποίηση της ισχυρής ζήτησης που παρουσιάζει η παγκόσμια αγορά για τέτοιες λύσεις.

Ωστόσο, το συνεχώς μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον καθιστά αναγκαία την υιοθέτηση πρόσθετων μέτρων, όπως η μείωση της φορολογίας, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους για επενδύσεις σε ψηφιακές δεξιότητες κατόπιν πιστοποίησης από επίσημο φορέα, η σταδιακή κατάργηση της προκαταβολής φόρου και η επιτάχυνση της απόσβεσης επενδύσεων σε παραγωγικό εξοπλισμό. Ο σκοπός είναι να δημιουργηθεί το πλαίσιο που θα επιτρέψει στην εθνική βιομηχανία να αναπτυχθεί περαιτέρω και να τοποθετηθεί ανταγωνιστικά και βιώσιμα όχι μόνο στην εθνική αγορά, αλλά κυρίως στην παγκόσμια.

Πρωτοστατώντας στο νέο αυτό εγχείρημα, η ελληνική αμυντική βιομηχανία έχει αποδείξει την ικανότητά της να ανταποκρίνεται στις νέες αυτές τεχνολογικές και επιχειρησιακές εξελίξεις. Τα τελευταία χρόνια, ανέπτυξε πληθώρα νέων προϊόντων, όπως drones, UAV, συστήματα Counter-Drone, C2 και επικοινωνιών, καθώς και οπτρονικά συστήματα, υλοποιώντας ένα στρατηγικό όραμα που την εντάσσει στον πυρήνα της υπό αναγέννηση ευρωπαϊκής αμυντικής αρχιτεκτονικής.

Καθοριστικό ρόλο στη νέα δυναμική πορεία διαδραματίζει η αυξανόμενη συμμετοχή νεοφυών επιχειρήσεων, οι οποίες αξιοποιώντας υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό εισάγουν λύσεις αιχμής σε κρίσιμους τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κυβερνοασφάλεια, η ρομποτική και τα μη επανδρωμένα συστήματα.

Αξιοποιώντας χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως τα αναπτυξιακά προγράμματα EDF της ΕΕ και DIANA του ΝΑΤΟ, η ελληνική αμυντική βιομηχανία επένδυσε τα τελευταία τέσσερα χρόνια σημαντικούς πόρους και προσπάθεια για την ανάπτυξη πρωτοποριακών λύσεων σε συνεργασία με ευρωπαϊκές εταιρείες. Παράλληλα, η έναρξη υλοποίησης των αναπτυξιακών προγραμμάτων του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛ.Κ.Α.Κ), με διασφαλισμένο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό, δημιουργεί ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου.

F-16 της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. «Αξιοποιώντας χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως τα αναπτυξιακά προγράμματα EDF της ΕΕ και DIANA του ΝΑΤΟ, η ελληνική αμυντική βιομηχανία επένδυσε τα τελευταία τέσσερα χρόνια σημαντικούς πόρους», αναφέρει ο κ. Κουτσογιάννης

Καθοριστικό ρόλο στη μετάβαση αυτή διαδραματίζουν τα επενδυτικά και αναπτυξιακά προγράμματα, ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, που υλοποιούν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές εταιρείες, τα οποία ενισχύουν την τεχνολογική υπεροχή και την παραγωγική ισχύ του κλάδου, καθιστώντας τον ανταγωνιστικό σε παγκόσμιο επίπεδο.

Όμως πέρα από την ανάγκη αναγέννησης και τεχνολογικής προσαρμογής, η ελληνική αμυντική βιομηχανία καλείται να αντιμετωπίσει δύο σύνθετες προκλήσεις: την έλλειψη ενός θεσμοθετημένου μακροπρόθεσμου εγχώριου εξοπλιστικού προγράμματος και τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αμυντικής αγοράς, ζητήματα που απαιτούν άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις. Ο μακροπρόθεσμος προγραμματισμός και η αποτελεσματική επικοινωνία με τη βιομηχανία επιτρέπουν τις στοχευμένες επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα, από τις οποίες τελικά επωφελείται ο τελικός χρήστης έχοντας στη διάθεσή του μοντέρνες λύσεις τη στιγμή που θα ζητηθεί.

Το ελληνικό κράτος αποφάσισε πρόσφατα να υλοποιήσει ένα 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2025-2036. Το σχέδιο προβλέπει την έγκαιρη καταγραφή των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων, την παρουσίαση αυτών προς την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, με στόχο την ενίσχυση της συνέργειας και της αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, στο ίδιο πλαίσιο μέτρων θεσμοθετήθηκε το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στα εξοπλιστικά προγράμματα, το οποίο ορίζεται στο 25%. Το ποσοστό αυτό πρέπει να αφορά πραγματικό, ουσιαστικό έργο προστιθέμενης αξίας για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, ικανό να συμβάλει στην εξέλιξη και ανάπτυξη εγχώριων λύσεων που θα υποστηρίξουν την εθνική αυτάρκεια και διαθεσιμότητα, ανεξάρτητα από τη διαδικασία προμήθειας που θα χρησιμοποιηθεί (διεθνής διαγωνισμός, διακρατική συμφωνία, κ.λπ.).

Οι πρόσφατες αποφάσεις, σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες Readiness 2030 και SAFE, διαμορφώνουν ένα θεμελιωδώς ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Ειδικότερα, η πρωτοβουλία Readiness 2030 διευκολύνει την αποδέσμευση σημαντικών πόρων από τον Δημόσιο Προϋπολογισμό, ενώ το πρόγραμμα SAFE ενισχύει τη διακρατική συνεργασία για την υλοποίηση κοινών εξοπλιστικών έργων, αξιοποιώντας μηχανισμούς χρηματοδότησης που περιλαμβάνουν χαμηλότοκα δάνεια και ευέλικτα επενδυτικά εργαλεία.

Η συνδυαστική επίδραση αυτών των μέτρων ενισχύει τη δυνατότητα της εγχώριας βιομηχανίας να συμμετάσχει ενεργά σε μεγάλης κλίμακας προγράμματα, να αναβαθμίσει την τεχνολογική της βάση και να προσελκύσει στρατηγικές επενδύσεις, καθιστώντας την ανταγωνιστική σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Η ελληνική αμυντική βιομηχανία εισέρχεται σε φάση αναγέννησης. Η γεωπολιτική αστάθεια, η οικονομική ανθεκτικότητα και η Εθνική Στρατηγική για τη Βιομηχανία δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τεχνολογική και παραγωγική ανάπτυξη. Η εξαρχής συμμετοχή στα εθνικά εξοπλιστικά προγράμματα, ο μακροχρόνιος προγραμματισμός, η ενίσχυση της εξωστρέφειας, οι διεθνείς συνεργασίες και η αξιοποίηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων αποτελούν θεμέλια για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, ανταγωνιστικού αμυντικού οικοσυστήματος.

Μετά από χρόνια στασιμότητας, αρχίζει να διαγράφεται μια νέα προοπτική για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, σηματοδοτώντας την απαρχή μιας περιόδου αναγέννησης και στρατηγικής ενδυνάμωσης. Η ελληνική αμυντική βιομηχανία θα πρέπει να κινηθεί με την αντίστοιχη εξωστρέφεια και ιδιωτική επένδυση στην καινοτομία, ώστε να αποσπάσει κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς και η προοπτική αυτή να μετουσιωθεί σε βιώσιμη ανάπτυξη.

*Ο Δρ. Γρηγόρης Κουτσογιάννης είναι CEO του EFA GROUP

 

v
Απόρρητο