Φεύγοντας από τις Βρυξέλλες με το τρένο, το εργοστάσιο της Audi είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που βλέπει κάποιος. Αποτελούμενο από γκρίζα, ορθογώνια κτίρια, το σημείο φιλοξενούσε για πολύ καιρό έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς αυτοκινήτων του Βελγίου. Κομψό και παραγωγικό, ήταν ένα ταιριαστό σύμβολο για την πρωτεύουσα της Ευρώπης. Στις αρχές του έτους ωστόσο, υπέκυψε στη βιομηχανική κρίση που πλήττει την ευρωπαϊκή ήπειρο και έκλεισε χωρίς καμία επισημότητα, με γκράφιτι να είναι ήδη ορατά στους κάποτε άθικτους τοίχους του.
Τους τελευταίους μήνες, η ιστορία του εργοστασίου της Audi έχει γίνει η ιστορία της Ευρώπης. Και οι δύο είναι άτυχες, καθώς κινδυνεύουν να παρασυρθούν από τη νέα γεωοικονομική παλίρροια. Στις Βρυξέλλες, η αντίδραση στη δύσκολη αυτή κατάσταση ήταν εξίσου συνεπής με ό,τι επιτάσσει η εποχή: στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατιωτικής αναδιάρθρωσης, όπως ισχυρίζονται οι υπουργοί, το πρώην εργοστάσιο αυτοκινήτων θα πρέπει να μετατραπεί σε παραγωγό όπλων. Μια τέτοια επανεκκίνηση, λένε οι υποστηρικτές, θα βοηθούσε τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης και θα δημιουργούσε 3.000 νέες θέσεις εργασίας.
Σε όλη την Ευρώπη, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συγκλίνουν στην ίδια στρατηγική, ελπίζοντας να σκοτώσουν δύο πουλιά με μια πέτρα, όπως είναι η έκφραση. Από τη μία, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών θα καθιστούσε την Ευρώπη ασφαλή από τη Ρωσία και ανεξάρτητη από την Αμερική, διασφαλίζοντας επιτέλους το καθεστώς της ως υπερδύναμης. Επιπρόσθετα, θα αναζωογονούσε τον προβληματικό βιομηχανικό τομέα της Ευρώπης, ο οποίος βρίσκεται υπό την πίεση των Κινέζων ανταγωνιστών και του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους. Η διοχέτευση κονδυλίων στον στρατό, σύμφωνα με το σκεπτικό, είναι ο τρόπος για την καταπολέμηση των διττών κρίσεων της γεωπολιτικής ευπάθειας και της οικονομικής δυσπραγίας.
Αυτές οι ελπίδες είναι πιθανό να αποδειχθούν απατηλές. Η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα τόσο κλίμακας όσο και αποτελεσματικότητας, είναι απίθανο να λειτουργήσει με τους δικούς της όρους. Εγκυμονεί ωστόσο μεγαλύτερο κίνδυνο από την αποτυχία. Εστιάζοντας στην άμυνα εις βάρος όλων των άλλων, κινδυνεύει να οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μπροστά αλλά προς τα πίσω. Αντί για μια σημαντική πρόοδο, ο ιλιγγιώδης επανεξοπλισμός θα μπορούσε κάλλιστα να ισοδυναμεί με ένα ιστορικό λάθος.
Η νέα προσέγγιση της Ευρώπης συνήθως έχει ένα παλαιότερο όνομα: στρατιωτικός κεϋνσιανισμός. Αρχικά, η έννοια αναφερόταν στην τάση των κυβερνήσεων να αντισταθμίζουν τις οικονομικές υφέσεις μέσω αυξήσεων στις στρατιωτικές δαπάνες -ένας συνδυασμός που υποτίθεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους ναζί τη δεκαετία του 1930 και στη συνέχεια παγκοσμιοποιήθηκε από τους Αμερικανούς, τη δεκαετία του 1940. Πιο πρόσφατα, ο όρος έχει εφαρμοστεί στην οικονομία πολέμου του προέδρου Vladimir Putin στη Ρωσία.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές εάν οι τρέχουσες προσπάθειες της Ευρώπης δικαιολογούν μια τέτοια περιγραφή. Κατ’ αρχάς, η ήπειρος απλώς επιστρέφει στα επίπεδα των στρατιωτικών δαπανών πριν από το 1989. Στο αποκορύφωμά τους, τη δεκαετία του 1960, για παράδειγμα, οι γερμανικές στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν λίγο κάτω από το 5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο στόχος του καγκελάριου Friedrich Merz, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα, είναι 3,5%. Μια τέτοια αποκατάσταση δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός -σίγουρα δεν ταιριάζει με την έννοια του «Zeitenwende» ή «σημείου καμπής», που έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την αλλαγή στην προσέγγιση.

Με τα άρματα μάχης και τον εξοπλισμό να είναι ήδη ακριβά, το κόστος του ηπειρωτικού επανεξοπλισμού θα πολλαπλασιαστεί λόγω της αποκεντρωμένης λήψης αποφάσεων της Ένωσης, στην οποία τα έθνη ανταγωνίζονται ξεχωριστά για συμβάσεις.
Τα δημόσια οφέλη της στρατηγικής -το κομμάτι του κεϋνσιανισμού- παραμένουν εξίσου ασαφή. Αν και η Γερμανία έχει χαλαρώσει ελαφρώς τους κανόνες δανεισμού της, οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής παραμένουν απρόθυμοι να δημιουργήσουν δημοσιονομικά ελλείμματα. Περισσότερα χρήματα για τον στρατό θα επιβαρύνουν τους ήδη περιορισμένους προϋπολογισμούς, αφαιρώντας χρήματα από κοινωνικά προγράμματα, ανάπτυξη υποδομών και δημόσιες υπηρεσίες. Αντί για τον στρατιωτικό κεϋνσιανισμό, μια καλύτερη σύγκριση για την αμυντική άνθηση της Ευρώπης είναι ο ριγκανισμός της δεκαετίας του 1980, στον οποίο οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες και οι κοινωνικές περικοπές συμβάδιζαν.
Αυτή, άλλωστε, είναι η λογική των Βέλγων αξιωματούχων που τάσσονται υπέρ της μετατροπής του εργοστασίου της Audi σε προμηθευτή όπλων. Ο κύριος υποστηρικτής του σχεδίου, ο υπουργός Άμυνας Theo Francken, ισχυρίστηκε ότι ένα κράτος που επιδιώκει να μειώσει το έλλειμμά του και να αυξήσει ταυτόχρονα τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς του πρέπει να μειώσει τις δαπάνες για την πρόνοια. «Η κοινωνική ασφάλιση είναι υπερβολικά πλούσια», είπε. «Το να αφαιρούμε μερικά δισεκατομμύρια από έναν προϋπολογισμό 200 δισεκατομμυρίων δεν είναι απάνθρωπο, έτσι δεν είναι;». Δεδομένου του πόσο εκτεταμένη κοινωνική δυσαρέσκεια έχει τροφοδοτήσει μια ανερχόμενη ακροδεξιά και πόσο έχει απειλήσει την ευρωπαϊκή συνοχή, η άποψη είναι, στην καλύτερη περίπτωση, κοντόφθαλμη.
Υπάρχουν περισσότερα προβλήματα με την τάση για επαναστρατιωτικοποίηση. Κατ’ αρχάς, πολλοί πρώην βιομηχανικοί τομείς θα αποκτήσουν έννομο συμφέρον στην ύπαρξη ένοπλων συρράξεων στο εξωτερικό -μια πηγή κέρδους σαφώς λιγότερο αξιόπιστη από τους καταναλωτές που αγοράζουν αυτοκίνητα. Και φυσικά, περισσότερα χρήματα για τον στρατό δεν σημαίνει απαραίτητα και καλύτερα αποτελέσματα. Όπως σημειώνει ο οικονομολόγος Adam Tooze, οι Ευρωπαίοι συλλογικά σπαταλούν άφθονα ποσά στους «στρατούς-ζόμπι» τους και λαμβάνουν εντυπωσιακά λίγα σε αντάλλαγμα, τόσο από άποψη ανθρώπινου δυναμικού όσο και από άποψη υλικού. Καμία ευρωπαϊκή εταιρεία, για παράδειγμα, δεν κατατάσσεται στις 10 κορυφαίες αμυντικές εταιρείες με βάση τον κύκλο εργασιών.
Έπειτα, υπάρχει το διαχρονικό ευρωπαϊκό πρόβλημα με τον συντονισμό. Με τα άρματα μάχης και τον εξοπλισμό να είναι ήδη ακριβά, το κόστος του ηπειρωτικού επανεξοπλισμού θα πολλαπλασιαστεί λόγω της αποκεντρωμένης λήψης αποφάσεων της Ένωσης, στην οποία τα έθνη ανταγωνίζονται ξεχωριστά για συμβάσεις. Δείγματα τέτοιας αναποτελεσματικότητας είναι ορατά στις καθυστερημένες προσπάθειες παραγωγής βλημάτων για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Εκτός από αυτή τη σύγχυση, τα πρώτα ευρωπαϊκά κονδύλια είναι πιθανό να πάνε σε Αμερικανούς παραγωγούς, την ώρα που τα ευρωπαϊκά εργοστάσια θα ξεκινούν μόλις τη λειτουργία τους: σε μια χαρακτηριστική ειρωνεία, οι αρχικοί ωφελημένοι από το «φαγοπότι» δεν θα είναι Ευρωπαίοι αλλά Αμερικανοί.
Αυτοί οι υλικοτεχνικοί περιορισμοί θα πρέπει να σταθμιστούν παράλληλα με τα πολιτισμικά όρια της επαναστρατιωτικοποίησης στην Ευρώπη. Τη δεκαετία του 1990, ο Βρετανός δημοσιογράφος Anatol Lieven ισχυρίστηκε ότι όποιος πίστευε ότι η Ευρώπη θα έβλεπε σύντομα την επιστροφή του πρωσικού στρατού, ίσως «να μην είχε βρεθεί ποτέ σε γερμανική ντίσκο»! Τέτοιες ειρηνικές συμπεριφορές έχουν μόνο αυξηθεί τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατήργησαν την υποχρεωτική στράτευση τη δεκαετία του 2000 και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στο να προωθήσουν με επιτυχία την προοπτική της στρατιωτικής θητείας στους ψηφοφόρους τους. Απαντώντας στις εκκλήσεις για ανανεωμένη κινητοποίηση, για παράδειγμα, ένας Γερμανός podcaster μίλησε εκ μέρους πολλών: «Προτιμώ να είμαι ζωντανός παρά νεκρός».
Ακόμα και έτσι, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί είναι αποφασισμένοι να προωθήσουν τον επανεξοπλισμό ως προϋπόθεση για την είσοδο της ηπείρου στον 21ο αιώνα. Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ την περασμένη εβδομάδα, στην οποία σχεδόν όλα τα μέλη δεσμεύτηκαν να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες την επόμενη δεκαετία στο 5% του ΑΕΠ -αν και μόνο το 1,5% να αφορά αμυντικές υποδομές και έρευνα- προκάλεσε μια πληθώρα παρόμοιων απόψεων. Ο αριθμός των πολέμων σε όλο τον κόσμο, με έναν νέο να αχνοφαίνεται στο Ιράν, υπογραμμίζει την ανάγκη η Ευρώπη να γίνει ξανά μια μαχόμενη ήπειρος. Αυτή η στρατηγική, ισχυρίζονται οι αξιωματούχοι, συνδυάζει τη στρατιωτική ανεξαρτησία με την εμπορική αναβίωση.
Κανένα από αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι όμως πιθανό. Στην τρέχουσα πορεία της, η Ευρώπη δεν οδεύει ούτε προς έναν στρατιωτικό κεϋνσιανισμό με κοινωνικό μέρισμα ούτε προς μια αμυντική στρατηγική, κατάλληλη για μια επίδοξη υπερδύναμη. Αντίθετα, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει τα χειρότερα και των δύο κόσμων: μια πενιχρή οικονομική ανάκαμψη χωρίς μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και πλουσιοπάροχες πληρωμές σε έναν αμυντικό τομέα που δεν θα επέτρεπαν στην Ευρώπη να είναι ανταγωνιστική με τους ομολόγους της. Ένα γρήγορο ταξίδι στις Βρυξέλλες, όπου το εργοστάσιο της Audi εξακολουθεί να είναι άδειο, θα είναι μάλλον επαρκής απόδειξη για τα παραπάνω.
*Ο κ. Anton Jäger είναι αρθρογράφος των New York Times και λέκτορας πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.