Ανάγκη για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία

Μέσα σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον και απέναντι στην ολοένα πιο επιθετική Τουρκία, η Ελλάδα χρειάζεται να εγκαταλείψει τις παθητικές προσεγγίσεις και να υιοθετήσει μια δυναμική και μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική για την υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Ανάγκη για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία
  • Γιάννης Βαληνάκης

Οι εξελίξεις στο παγκόσμιο σκηνικό αλλά και στη γειτονιά μας δημιουργούν εύλογες ανησυχίες για τη σταθερότητα και τις αναγκαίες ισορροπίες στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο. Η αυξανόμενη αστάθεια επιτείνεται από την αμφισβήτηση σταθερών μέχρι σήμερα παραμέτρων της διεθνούς πολιτικής, με πρώτη τη σταθερότητα των διεθνών συνόρων -ένα ζήτημα υπαρξιακό για τον Ελληνισμό.

Η ίδια η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, οι ΗΠΑ, προκαλεί ρίγη ανασφάλειας στην Ευρώπη με την αλλοπρόσαλλη στάση της απέναντι σε κρισιμότατα διεθνή ζητήματα. Η Γηραιά Ήπειρος αναγκάζεται ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει υπό πιεστικές συνθήκες (πόλεμος της Ουκρανίας, εσωτερικές διχογνωμίες, στρατιωτικές αδυναμίες, μη δημοφιλής αύξηση αμυντικών δαπανών κ.λπ.) το ζήτημα της στρατηγικής της αυτονομίας.

Δυστυχώς, ανάμεσα στις νέες, φιλόδοξες και στρατιωτικά ισχυρές δυνάμεις που αναδύονται ως αναθεωρητές και αμφισβητίες στη νέα διεθνή σκακιέρα συγκαταλέγεται και η γειτονική Τουρκία. Αυξάνει συνεχώς το στρατηγικό της αποτύπωμα πραγματοποιώντας άλματα έναντι δικών μας βημάτων, ιδίως στον στρατιωτικό και διπλωματικό τομέα. Κινείται ακροβατικά αλλά με άνεση ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Ρωσία και την Κίνα, παρουσιαζόμενη ως νέος αυτόνομος πόλος που εκπροσωπεί τον ισλαμικό κόσμο.

Στη Μ. Ανατολή και ειδικά στη Συρία, τη Γάζα, τη Λιβύη αλλά και αλλού, απέκτησε πολύτιμα προγεφυρώματα. Επιχειρεί εμμονικά, με όλα τα μέσα και παρά την ισραηλινή αντίσταση, να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη γενικότερη αναδιάταξη που διαφαίνεται στον ορίζοντα. Κινείται δραστήρια και στην Αφρική, στον Καύκασο, στα Βαλκάνια και στη Μαύρη Θάλασσα.

Οι διπλωματικές, «πολιτιστικές» και βέβαια στρατιωτικές επενδύσεις της αναμένεται να την αναβαθμίσουν ακόμη περισσότερο στην επόμενη δεκαετία. Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι εύλογες αντιστάσεις πολλών στον αλαζονικό υπερ-ακτιβισμό της, καθώς και τα όρια της επιρροής της λόγω των εγγενών οικονομικών και άλλων αδυναμιών της.

Παρά τις διευρυνόμενες διεκδικήσεις της Άγκυρας σε βάρος του Ελληνισμού και τις συναφείς απειλές της, το κυρίαρχο παρ’ ημίν αφήγημα είναι καθησυχαστικό. Κάνει λόγο για «πάγιες τουρκικές απόψεις», υπονοώντας έτσι ότι οι διεκδικήσεις της παραμένουν σταθερές. Αποκρύπτεται δυστυχώς η μεγέθυνση του κινδύνου και το ότι δια της μη άσκησης των δικαιωμάτων μας, αυτά αποδυναμώνονται χειροτερεύοντας τη διαπραγματευτική θέση μας.

Ακόμη χειρότερα, συσκοτίζεται έντεχνα η εμμονική μετατόπιση τα τελευταία χρόνια των τουρκικών απαιτήσεων στη διεκδίκηση αλλαγής συνόρων και εδαφικής κυριαρχίας. Η Άγκυρα διεκδικεί πλέον ανοιχτά ελληνικό νησιωτικό έδαφος: τα μεν μικρότερα νησιά, τις «γκρίζες ζώνες», τα απαιτεί αναφανδόν, τα δε μεγάλα, με το εκβιαστικό δίλημμα: είτε τα «αποστρατιωτικοποιείτε» είτε διεκδικώ την κυριαρχία επ’ αυτών και «θα ’ρθω μια νύχτα ξαφνικά». Όλα αυτά χωρίς μάλιστα ουσιαστικές αντιστάσεις ή διαμαρτυρίες των εταίρων μας στην Ε.Ε., συμμάχων ή τρίτων (στους οποίους παύσαμε άλλωστε να εκθέτουμε τις απειλές της, στο όνομα της Διακήρυξης των Αθηνών και των «ήρεμων νερών»).

«Ερωτήματα εγείρει η έλλειψη φιλόδοξων θέσεων και διεκδικητικότητας στον ελληνοτουρκικό διάλογο, όπως και η αποδοχή της προτροπής Ερντογάν να διεξάγεται στενά διμερώς, ώστε η Ελλάδα να στερηθεί των ωφελημάτων από την ισχυρή της θέση στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ», τονίζει ο κ. Βαληνάκης.

Θα έπρεπε συνεπώς να έχει γίνει φανερό ότι η ακολουθούμενη αποτρεπτική στρατηγική ουδόλως περιόρισε τις διεκδικήσεις και απειλές της γείτονος. Μάλιστα αυτές, αντίθετα, αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς, παρατηρείται μια αδυναμία κατανόησης της κυνικά συναλλακτικής φύσης της διεθνούς πολιτικής («στρατηγική τύφλωση»).

Κατά συνέπεια, πολλά σχέδια και πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται, στηρίζονται, αντίθετα, σε ευσεβείς πόθους και ανεδαφικές ελπίδες. Η εθνική στρατηγική καθοδηγείται υπέρμετρα από τη νομική, την οικονομική και την επικοινωνιακή συνιστώσες της, σε βάρος της διπλωματικής και της στρατιωτικής, των οποίων τα παραδοσιακά εργαλεία από έλλειψη εξοικείωσης παραγνωρίζονται. Η χώρα μας δείχνει συγκεκριμένα να συγχέει τις διπλωματικές λύσεις με την απλή ανταλλαγή επισκέψεων, να θεωρεί αποτελεσματικό να «παρακολουθούνται» οι εξελίξεις, καθώς και να «τίθενται» -χωρίς απτό αποτέλεσμα- τα ζητήματα σε τρίτους ή στην Ε.Ε. Με ένα ακατανόητο σκεπτικό, η ελληνική πλευρά προβάλλει ως κύρια πυξίδα της «το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή ηθική», αποστρεφόμενη την «ωφελιμιστική» συναλλαγή και την «ιδιοτελή πολιτική».

Ερωτήματα εγείρει η έλλειψη φιλόδοξων θέσεων και διεκδικητικότητας στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Το ίδιο και η αποδοχή της προτροπής του Ρ. Τ. Ερντογάν να διεξάγεται στενά διμερώς, ώστε η Ελλάδα να στερηθεί των ωφελημάτων από την ισχυρή της θέση στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ. Κι όμως, μόνο από εκεί μπορούν να προέλθουν πιέσεις και ανταλλάγματα, για να ακυρωθούν οι εδαφικές διεκδικήσεις της Τουρκίας και η (εξωφρενική μεν αλλά πολιτικά υπαρκτή) «Γαλάζια Πατρίδα». Η πρόσφατη απειλή βέτο της Αθήνας σχετικά με το πρόγραμμα SAFE της Ε.Ε. επιτέλους κατανόησε την ανάγκη αυτή. Βρισκόμαστε όμως ακόμη μακριά από το αναγκαίο «mega deal Ε.Ε.-Τουρκίας» με ελληνική, κυπριακή και γαλλική σφραγίδα.

Εν κατακλείδι, επείγει η υιοθέτηση μιας νέας στρατηγικής -την οποία και επιχείρησα να σκιαγραφήσω αναλυτικά στο πρόσφατο ομώνυμο βιβλίο μου («Για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία», εκδ. Ι. Σιδέρη). Απαιτείται ένα ολιστικό σχέδιο προετοιμασίας, με το οποίο Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία θα πορευθούν τα επόμενα χρόνια προκειμένου να αντιμετωπίσουν επικερδώς το «πρόβλημα Τουρκία» και την «pax turca» που επιχειρεί η Άγκυρα να επιβάλει στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο δια της «Γαλάζιας Πατρίδας», αποτρέποντας την Ελλάδα από οποιαδήποτε άσκηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων πέρα από τα 6 ν.μ.

Έστω και τώρα, ο ασταθής και επικίνδυνος διεθνής ορίζοντας που δείχνει να επιτείνεται, απαιτεί την αντικατάσταση ευσεβοποθικών προσεγγίσεων και «ιδεών της στιγμής», με την εκπόνηση -με εθνική συναίνεση- ενός ολοκληρωμένου, επικερδούς και μακροπρόθεσμου σχεδίου για την αντιμετώπιση ενός απειλητικού και διεκδικητικού γείτονα. Στην αναμέτρηση με την Τουρκία δεν διαθέτουμε άλλα περιθώρια απώλειας διαπραγματευτικού εδάφους ή αδικαιολόγητων αναβολών, με την ψευδαίσθηση ότι κάποτε μόνη της ή υπό διεθνή πίεση θα παραιτηθεί μονομερώς από τις παράλογες αξιώσεις της.

*Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι Καθηγητής, πρ. υφυπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας J. Monnet στο ΕΚΠΑ.

 

v
Απόρρητο